υποθετικός

υποθετικός
-ή, -ό / ὑποθετικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ὑποτίθημι / ὑποθέτω]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόθεση ή αυτός που διατυπώνεται ή υπάρχει μόνον ως υπόθεση («α. «υποθετικός κίνδυνος» β. «ὑποθετικὰ κέρδη», Αρρ.)
νεοελλ.
φρ. α) «υποθετικοί σύνδεσμοι»
γραμμ. οι σύνδεσμοι εἴ, ἐάν και ἄν τῆς αρχαίας και αν, εάν, σαν, άμα τής νεοελλ., με τις οποίες εισάγονται οι υποθετικές προτάσεις·β) «υποθετικές προτάσεις»
γραμμ. δευτερεύουσες προτάσεις που δηλώνουν υπόθεση, εισάγονται με τους παραπάνω συνδέσμους και αποτελούν το πρώτο μέλος ενός υποθετικού λόγου
γ) «υποθετικός λόγος»
γραμμ. λογική ενότητα που αποτελείται από δύο προτάσεις, μία δευτερεύουσα, την υποθετική πρόταση ή υπόθεση, και μία κύρια, την απόδοση, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους με την σχέση αιτίου και αιτιατού
δ) «υποθετικές κρίσεις»
(λογ.) κρίσεις στις οποίες το κύρος τής μιας εξαρτάται από το κύρος τής άλλης, ε) «υποθετικοί συλλογισμοί»
(λογ.) συλλογισμοί στους οποίους το συμπέρασμα εξάγεται από προτάσεις από τις οποίες η μία τουλάχιστον είναι υποθετική
μσν.-αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αντικείμενο ομιλίας, έρευνας, ασχολίας ή φροντίδας
αρχ.
συμβουλευτικός ή προτρεπτικός.
επίρρ...
υποθετικώς / ὑποθετικῶς, ΝΜΑ, και υποθετικά Ν
με υποθετικό τρόπο, με εικασίες
αρχ.
με προτρεπτικό, με συμβουλευτικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὑποθετικός — hypothetical masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποθετικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με την υπόθεση, με τον οποίο διατυπώνεται υπόθεση: Υποθετικοί σύνδεσμοι. 2. αυτός που υπάρχει με υπόθεση, ο φανταστικός, ο πιθανός, ο μη βεβαιωμένος: Υποθετικός εχθρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑποθετικά — ὑποθετικός hypothetical neut nom/voc/acc pl ὑποθετικά̱ , ὑποθετικός hypothetical fem nom/voc/acc dual ὑποθετικά̱ , ὑποθετικός hypothetical fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθετικῶν — ὑποθετικός hypothetical fem gen pl ὑποθετικός hypothetical masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθετικόν — ὑποθετικός hypothetical masc acc sg ὑποθετικός hypothetical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθετικαῖς — ὑποθετικός hypothetical fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθετικαί — ὑποθετικός hypothetical fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθετικοῖς — ὑποθετικός hypothetical masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθετικοί — ὑποθετικός hypothetical masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποθετικοῦ — ὑποθετικός hypothetical masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”